- πηρομελής
- -ές, ΝΑνεοελλ.αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους τού σώματοςαρχ.αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής, περισσο-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.